- μυρτίδιο
- το [μύρτος]βοτ. γένος μικρών θάμνων που φυτρώνουν μέσα σε αραιά δάση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μύρτος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 187 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μόβρης 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 440 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου … Dictionary of Greek
φίγγι — το, Ν ο καρπός τού φυτού μυρτίδιο το κοινό, αλλ. μύρτιλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως] … Dictionary of Greek